Αληθινή ερωτική ιστορία με 24χρονη Αλβανίδα: «Ο σουβλατζής με κάρφωνε, ενώ μιλούσε στο κινητό με τη γυναίκα του»

 

s3x
Αληθινή ερωτική ιστορία με μία 24χρονη Αλβανίδα η οποία πήρε το αφεντικό της, που ήταν σουβλατζής, την ώρα ;oπου εκείνος μιλούσε με τη γυναίκα του στο κινητό!
Και η καυτή κοπέλα ήταν παντρεμένη με έναν συμπατριώτη της, από τα 18 της χρόνια!
Αναλυτικά η ιστορία: Γεια χαρά και από μένα. Με λένε Ασπασία (αυτό είναι το όνομα που με φωνάζουν στην Ελλάδα), είμαι από την Αλβανία και είμαι 24 χρονών. Το κείμενο που θα διαβάσετε με βοήθησε να το γράψω μια φίλη μου που είναι Eλληνίδα.
Εγώ ξέρω αρκετά καλά ελληνικά αλλά δεν ξέρω να γράφω παρά μόνο με κεφαλαία γράμματα. Τέλος πάντων, ίσως αυτά να μη ενδιαφέρουν κανέναν.
Παντρεύτηκα στην Αλβανία έναν Αλβανό και ήμουν μόλις 18 χρονών. Είμαι δηλαδή 6 χρόνια παντρεμένη με αυτόν και ήρθαμε στην Ελλάδα πριν από πέντε χρόνια. Πιάσαμε μαζί δουλειά σε ένα σουβλατζίδικο. Το σουβλατζίδικο το είχε ένα ζευγάρι, αυτός 45 και η γυναίκα του (μια χοντρή) στα 35.
Στην αρχή όλα ήταν κανονικά, αν και από την πρώτη μέρα που πιάσαμε εγώ και ο άντρας μου δουλειά εκεί, παρατήρησα ότι το αφεντικό δεν έκανε τίποτα άλλο από το να κοιτάει τα πόδια μου και το στήθος μου. Μπορεί να μην έχω μεγάλο στήθος όπως η γυναίκα του, αλλά φαίνεται ότι εκείνος ήθελε μάλλον να γαμήσει μια αδύνατη γκόμενα όπως ήμουν εγώ.
Μετά από δύο σχεδόν χρόνια που δούλευα εκεί μαζί με τον άντρα μου το αφεντικό είχε αρχίσει να γίνετε όλο και πιο τολμηρό απέναντι μου. Μάλιστα όταν πολλές φορές δεν ερχόταν η χοντρή στο μαγαζί και όταν ο άντρας μου τύχαινε να σερβίρει έξω, εκείνος όλο και μου πέταγε σπόντες. Πότε για τα μακριά καστανά μου μαλλιά, πότε για τις κοντές φούστες που φορούσα και άλλα πολλά.
Μια μέρα λοιπόν που η γυναίκα του (Σάββατο ήταν και συνήθως τα Σάββατα δεν είχαμε πολύ δουλειά αφού το μαγαζί εκείνο τον καιρό δεν είχε delivery), δεν ήρθε στο μαγαζί και ο άντρας μου είχε φύγει για Αλβανία (είχε μπει στο νοσοκομείο ο πατέρας του), μείναμε λοιπόν μόνοι μας στο μαγαζί εγώ και εκείνος. Έκανε πολύ κρύο και έβρεχε, από πελάτες ένας το πολύ δύο κάθε μια ώρα.
Έτσι καθόμαστε κοντά στην σόμπα υγραερίου ο ένας δίπλα στον άλλον και μιλούσαμε. Κατά τις δέκα και μισή το βράδυ, εκείνος μου είπε.
—Σήμερα δεν κάναμε τίποτα με αυτό το κρύο. Τι λες πάμε να φύγουμε;
Έβγαλα την ποδιά μου. Από κάτω φορούσα μια πολύ κοντή φούστα, μου αρέσει να δείχνω τα πόδια μου, εκείνος μόλις με είδε γέλασε και μου είπε.
—Πω, πω, τυχερός ο άντρας σου.
—Γιατί;
—Τι παιδί είσαι εσύ; Νεκρό ανασταίνεις.
—Μη ξεχνάς. Είσαι παντρεμένος.
—Ε και; Και εσύ είσαι παντρεμένη.
Στη συνέχεια, όπως διαβάζουμε στις erotikes-istories.com, απογειώνεται: Κλείσαμε το μαγαζί και μπήκαμε στο αμάξι του. Πρώτη φορά ήταν που καθόμουν δίπλα του. Η φούστα μου σηκώθηκε ακόμα πιο πολύ. Τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν έξω. Εντωμεταξύ το παιχνίδι αυτό είχε αρχίσει να μου αρέσει πολύ, ήταν και πολύ ωραίος άντρας και για να λέμε αλήθεια μου άρεσε η ιδέα να του την κάτσω. Έτσι δεν έκανα καμιά προσπάθεια να κατεβάσω την φούστα μου και ότι ήταν να γίνει ας γινόταν, άσε δε ότι δεν χώνευα με τίποτα την χοντρή γυναίκα του, ούτε εκείνη με χώνευε εδώ που τα λέμε, μάλλον με ζήλευε που είχα τόσο ωραίο σώμα.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι μου, κοίταξα δεξιά και αριστερά, δεν ήταν κανείς στον δρόμο και έτσι
                                                                                                                               Μετ. σε ιστότ.